ιταλομαθής

ιταλομαθής
-ές
αυτός που γνωρίζει και χειρίζεται καλά τα ιταλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + -μαθής (< μάθος, το < μανθάνω), πρβλ. αγγλο-μαθής, γαλλο-μαθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιταλομαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει μάθει την ιταλική γλώσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • ιταλομάθεια — η [ιταλομαθής] η άρτια γνώση τής ιταλικής γλώσσας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”